υποδηματουργικός

υποδηματουργικός
-ή, -όν, Α [ὑποδηματουργός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή υποδημάτων και, κυρίως, σανδαλιών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποδηματουργική
(ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής υποδημάτων, υποδηματοποιία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποδηματουργική — ὑποδηματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”